Ζηνοδότου

Ζηνοδότου
Ζηνόδοτος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκύλαξ — Ονομαστός γεωγράφος και θαλασσοπόρος από τα Καρύανδα της Καρίας, γι’ αυτό και ονομαζόταν Καρυανδεύς. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Δαρείος τον έστειλε (521 485 π.Χ.) να εξερευνήσει τις ασιατικές ακτές, μαζί με άλλους εξερευνητές. Αυτοί αποπειράθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

  • ARISTOPHANES — I. ARISTOPHANES Arhcon Athenis, Olympiadis centesimae duodecimae annô secundô. Diodor. Sic. l. 17. c. 49. II. ARISTOPHANES Byzantinus Grammaticus, Callimachum senem puet audivit, adultior vero Zenodorum, Dionysium item Iambum, et Euphronida… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ζηνοδότειος — α, ο (AM Ζηνοδότειος, α, ον) [Ζηνόδοτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μεγάλο γραμματικό Ζηνόδοτο ή αυτός που ακολουθεί τις απόψεις τού Ζηνοδότου …   Dictionary of Greek

  • Φιλιτάς — (ή Φιλητάς, 340 – 280 π.Χ). Κώος ποιητής και γραμματικός. Έζησε αρχικά στην Αλεξάνδρεια, όπου ήταν δάσκαλος του Πτολεμαίου του Φιλαδέλφου και του Ζηνοδότου, και αργότερα στην Κω, όπου συγκέντρωσε έναν όμιλο ποιητών. Υπήρξε κυρίως ελεγειακός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”